- χοροπηδώ
- (α) αμετ. прыгать, скакать; подпрыгивать, подскакивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοροπηδώ — και χοροπηδάω χοροπήδησα, χορεύω πηδηχτά, χορεύω και πηδώ, αναπηδώ ρυθμικά και ζωηρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοροπηδώ — χοροπηδάω / χοροπηδώ 1 χοροπήδησα βλ. πίν. 58 2 χοροπήδηξα βλ. πίν. 66 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χοροπηδώ — άω, Ν 1. χορεύω αναπηδώντας 2. αναπηδώ ζωηρά ή με ρυθμό, ιδίως από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + πηδώ] … Dictionary of Greek
ασκαρίζω — ἀσκαρίζω (Α) σκαρίζω*, σκιρτώ, χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθετικό) (πιθ. αναλογικά προς το ρ. ασπαίρω) + σκαρ , σκαίρω «χοροπηδώ, σκιρτώ, χορεύω» + (κατάλ.) ίζω] … Dictionary of Greek
συνατάλλω — Μ πηδώ με παιδική ζωηρότητα, χοροπηδώ και εγώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀτάλλω «χοροπηδώ»] … Dictionary of Greek
ατάλλω — ἀτάλλω (AM) [αταλός] πηδώ με παιδική ζωηρότητα, χοροπηδώ αρχ. ανατρέφω ένα παιδί … Dictionary of Greek
βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και … Dictionary of Greek
ελελίζω — (I) ἐλελίζω (Α) 1. περιστρέφω 2. (για στρατό) αναγκάζω να στραφεί και ν αντιμετωπίσει τον εχθρό 3. (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιτυλίσσομαι 4. σείω, τραντάζω 5. παθ. σείομαι, τρέμω 6. (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
επιπηδώ — ἐπιπηδῶ, άω (AM) πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) μσν. πηδώ, χοροπηδώ αρχ. 1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.) 2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.) 3. (για αρσ … Dictionary of Greek
κλονώ — (AM κλονῶ, έω) [κλόνος] ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω* (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ. β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.) αρχ. 1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ… … Dictionary of Greek
πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά … Dictionary of Greek